- Λάφριον
- Λάφριον, τὸ (Α) [Λαφρία]ιερό τού Λαφρίου Απόλλωνος και τής Λαφρίας Αρτέμιδος στην Καλυδώνα τής Αιτωλίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λάφριον — Λάφριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)